ὀρνῑθόγαλον

ὀρνῑθόγαλον
ὀρνῑθό-γαλον, τό, Vogelmilch, ein Kraut

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀρνιθογάλων — ὀρνιθόγαλον starflower neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορνιθόγαλο — Ποώδες φυτό της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική του ονομασία είναι ο. το σκιαδανθές. Είναι βολβόρριζο, έχει φύλλα γραμμοειδή, με μία λευκή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”